κατηχουμένων

κατηχουμένων
κατηχέω
sound over
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
κατηχέω
sound over
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)
κατηχέω
sound over
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
κατηχέω
sound over
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • оглашеныи — (132) прич. страд. прош. к огласити. 1.Во 2 знач.: да любо бесѣдѹющѹ ѡц҃ѹ послѹшають. любо ѡглашенаго словесе наслад˫атьс˫а. (κατηχητικοῦ) ЖФСт к. XII, 163; ˫ако же въ сты(х) ѡц҃а нашего кюрила. въ ѡглашеныхъ ѥго словесехъ. писано ѥсть. КН… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατηχούμενον — και κατηχουμένιον και κατηχουμενείον / κατηχούμενον και κατηχουμένιον και κατηχουμενεῑον, τὸ (AM) 1. μέρος τού ναού όπου στέκονταν οι κατηχούμενοι, θέση τών κατηχουμένων 2. σπαν. ο γυναικωνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. μέσου ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • CATECHUMENA seu CATECHUMENIA — CATECHUMENA, seu CATECHUMENIA porticus olim superiores Aedium sacrarum dicebantur, quod ibi stationes eslent Catechumenorum, vel locus, ubi instrui solebant, uti quidem visum est Baronio, ad> A. C. 656. num. 38. Wolphio et Meursio: vel, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORARIUM — vox medii aevi ab ora extremitatem vestium denotat, seu limbum, qui orae attexitur: ab ore, peplum designat, infulamque illam, quae involvit et aperit ora seu vultum, ut habet Ioh. de Ianua. Vide Salmas. ad Vopisc. loc. cit. Proprie vero sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • προαναφορά — η, ΝΑ [ἀναφορά] νεοελλ. (στην Ορθόδοξη Εκκλησία) το τμήμα τής θείας λειτουργίας από την αρχή μέχρι την ευχή τής αναφοράς, το οποίο περιλαμβάνει την έναρξη τής λειτουργίας, τη μικρά είσοδο, τα αναγνώσματα, τη μεγάλη είσοδο, τον ασπασμό και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”